- μεγαυχής
- μεγ-αυχής, ές,A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21;
δαίμων A. Pers.642
(lyr.).II boasting, c. dat.,σκάπτροισι AP7.427.7
(Antip. Sid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαίμων A. Pers.642
(lyr.).σκάπτροισι AP7.427.7
(Antip. Sid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαυχής — μεγαυχής, ές (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.) 2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ αυχής, υψ αυχής] … Dictionary of Greek
μεγαυχής — boasting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαυχῆ — μεγαυχής boasting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαυχής boasting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαυχής boasting masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαυχεῖ — μεγαυχής boasting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαυχής boasting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαυχεῖς — μεγαυχής boasting masc/fem acc pl μεγαυχής boasting masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
μεγαύχητος — μεγαύχητος, ον (Α) μεγαυχής*. ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αύχητος (< αὐχῶ «κομπάζω, καυχιέμαι»)] … Dictionary of Greek
μεγαυχέι — μεγαυχέϊ , μεγαυχής boasting dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)